Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου

(Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος)

μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου

Ἡ μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ μία ἀπὸ τὶς παλαιότερες μετεωρίτικες μονές. Ἡ ἵδρυσή της τοποθετεῖται λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα. Πρῶτος κτίτοράς της ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐπονομαζόμενος Μετεωρίτης, ἡ κορυφαία μορφὴ τοῦ μετεωρίτικου ἀσκητισμοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν γέροντά του Γρηγόριο τὸν Πολίτη κατέφυγαν στοὺς βράχους τῶν Σταγῶν γύρω στὸ 1334. Ἕξι χρόνια ἀργότερα ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στὸν Πλατὺ Λίθο, ποὺ ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε Μετέωρον, ὀνομασία ποὺ στὴ συνέχεια γενικεύτηκε γιὰ τὸ σύνολο τῶν βράχων καὶ τῶν μοναστηριῶν πάνω σ’ αὐτούς.

μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου

Ἐκεῖ, μέσα στὴ φυσικὴ κοιλότητα τοῦ βράχου ἔφτιαξε τὸ ἀσκητήριό του καὶ ἔζησε γιὰ κάποιο διάστημα ὡς ἐρημίτης. Στὴ συνέχεια συγκρότησε μία ἀδελφότητα δεκατεσσάρων ἀρχικὰ μοναχῶν καὶ ὀργάνωσε τὸ πρῶτο συστηματικὸ κοινόβιο στὰ Μετέωρα. Οἰκοδόμησε ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, ἐξασφάλισε τὴ χρηματικὴ συνδρομὴ τοῦ ἑλληνοσέρβου ἡγεμόνα Συμεὼν Οὔρεση Παλαιολόγου (Симеон Урош Синиша Немањић) καὶ ἀργότερα ἀνήγειρε ἄλλο ναό, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

Διάδοχος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ πρώην ἑλληνοσέρβος βασιλιὰς Ἰωάννης Οὔρεσης (Јован Урош) Ἄγγελος Κομνηνὸς Δούκας ὁ Παλαιολόγος ποὺ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ καὶ θεωρεῖται ὁ δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωάννης τὸ 1372 παρέδωσε τὴν ἐξουσία καὶ κατέφυγε στὸ Μεγάλο Μετέωρο, ὅπου ἐκάρη μοναχός, σὲ ἡλικία 22 περίπου ἐτῶν. Ἐπισκεύασε καὶ ἐπέκτεινε τὸν ἀρχικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, τὸ σημερινὸ ναόσχημο Ἱερὸ τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς, τὸ ὁποῖο ἱστορήθηκε ἕναν αἰώνα περίπου ἀργότερα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέταξε τοὺς οὐρανόφρονες ἀσκητὲς Ἀθανάσιο καὶ Ἰωάσαφ στὴ χορεία τῶν ὁσίων της καὶ τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.

Κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα ἡ μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἀπέκτησε μεγάλη δύναμη, ἐνὼ τὸν 16ο αἰώνα γνώρισε μεγάλη ἀνάπτυξη καὶ ἀκμὴ καὶ τότε δημιουργήθηκαν πολλὰ ἀπὸ τὰ κτίσματά της.

Τὸ 1540 ἐπισκέφτηκε τὴ μονὴ ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Ἱερεμίας Αʹ καὶ μὲ σιγίλλιό του ἀναγνώρισε καὶ κατοχύρωσε τὰ προνόμια καὶ τὴν πλήρη ἀνεξαρτησία της. Μετὰ ἀπὸ τέσσερα ἔτη ἀποπερατώθηκε ὁ μεγαλόπρεπος κυρίως ναὸς καὶ ὁ ἐσωνάρθηκας τοῦ σημερινοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὀκτὼ χρόνια ἀργότερα, ἐπὶ ἡγουμενίας Συμεών, ὁλοκληρώθηκε ἡ ἁγιογράφηση ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο Τζώρτζη.

Ὁ δραστήριος ἡγούμενος Συμεών, ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ τρίτος κτίτορας τῆς μονῆς, ἔκτισε στὰ μέσα τοῦ 16ου αἰώνα καὶ τὴν τράπεζα, σπουδαῖο ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα, ποὺ χωρίζεται ἀπὸ πέντε κίονες σὲ δύο κλίτη, μὲ πλινθόκτιστα τόξα, σταυροθόλια καὶ θόλους. Δίπλα στὴν τράπεζα κτίστηκε ἡ ἑστία, ὅπου σήμερα ἐκτίθενται παλαιὰ χάλκινα, πήλινα καὶ ξύλινα μαγειρικὰ καὶ ἄλλα σκεύη. Λίγο ἀργότερα κατασκευάστηκε τὸ νοσοκομεῖο - γηροκομεῖο τῆς μονῆς, τὸ πρῶτο σὲ μετεωρίτικο μοναστήρι.

Κατὰ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱερὰ μονὴ πέρασε πολλὲς δοκιμασίες καὶ ἐπλήγη ἀπὸ πολλὲς καταστροφές, ἐπιδρομὲς ἀλλοθρήσκων, λεηλασίες, πυρκαγιὲς κ.ἄ. Κατὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἡγούμενος τῆς μονῆς ἦταν ὁ «μουσικώτατος» Παρθένιος Ὀρφίδης. Ἂν καὶ παρέλαβε τὸ μοναστήρι «εἰς ἐσχάτην πενίαν καὶ εἰς χρέος βαρύτατον», ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ ἱερὰ μονὴ βρέθηκε σὲ ἀκμή.

Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἡγούμενος τῆς μονῆς ἦταν ὁ λόγιος καὶ πολυπράγμων ἱερομόναχος Πολύκαρπος Ραμμίδης, ποὺ συνέγραψε στὰ 1882 τὴν πρώτη γενικὴ Ἱστορία τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων, ἐνῶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ὁ ἡγούμενος Χαράλαμπος Σκαρπαλέζος κατασκεύασε τὴ λαξευτὴ στὸν βράχο κλίμακα ἀνόδου.

Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 ξεκίνησαν σοβαρὲς ἀναστηλωτικὲς καὶ οἰκοδομικὲς ἐργασίες, ποὺ συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Στὶς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 1990, ἐπὶ ἡγουμένου Ἀθανασίου (Ἀναστασίου), ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος ἐπισκέφτηκε τὸ Μεγάλο Μετέωρο, λαμπρύνοντας μὲ τὴν παρουσία του τὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς συμπλήρωσης ἑξακοσίων χρόνων ἀπὸ τὴν ἀνέγερση τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς.

Σήμερα ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς αἴθουσες πολύτιμων καὶ μοναδικῶν κειμηλίων (φορητὲς εἰκόνες ἀπὸ τὸν 14ο ὡς τὸν 19ο αἰώνα, ξυλόγλυπτα, χρυσοκέντητα κ.ἄ.), τὴν αἴθουσα χειρογράφων καὶ νεομαρτύρων, ὅπου ἐκτίθενται δείγματα ἀπὸ τὸ πλουσιότατο ἀρχεῖο χειρογράφων, ἐγγράφων καὶ παλαιτύπων τῆς μονῆς, τὴν αἴθουσα ἱστορικῶν καὶ λαογραφικῶν κειμηλίων, καθὼς καὶ τὸ κελλάρι, ὅπου φυλάσσονται παλαιὰ χειροποίητα σκεύη καὶ ἐργαλεῖα τῆς ἀγροτικῆς καὶ κτηνοτροφικῆς ζωῆς.

Στὶς μέρες μας τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ἀσκεῖ ὁ ἀρχιμανδρίτης Νήφων Καψάλης, ὁ ὁποῖος μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο συνεχίζει τὸ πνευματικό, κτιτορικὸ καὶ ἀνακαινιστικὸ ἔργο τῶν προκατόχων του, σεβόμενος τὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς παλαιφάτου μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.

© Ἱερὰ Μονὴ Ῥουσάνου - Ἁγίας Βαρβάρας