Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου

Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου

Ακριβῶς πάνω ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα, στὸ νοτιοανατολικὸ ἄκρο τοῦ συνόλου τῶν μετεωρικῶν βράχων, βρίσκεται ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ πρώτη μετεωρίτικη μονὴ ποὺ ἀπὸ τὸ 1961 μετατράπηκε σὲ γυναικεία καὶ ποὺ σήμερα ἔχει τὴν πιὸ πολυπληθῆ ἀδελφότητα ἀπ’ ὅλα τὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων.

Δὲν γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα πότε ἀνέβηκε ὁ πρῶτος μοναχὸς στὸν βράχο οὔτε ποιὸς ἦταν. Μέχρι τὸ 1927 ὑπῆρχε ἐπιγραφὴ σὲ βράχο κοντὰ στὴν ἐξωτερικὴ εἴσοδο τῆς μονῆς που φέρεται να έχει χαραγμένο τὸ ὄνομα Ἱερεμίας καὶ τὴν χρονολογία ͵ϛψʹ ἀπὸ κτίσεως κόσμου (1191/92 μ.Χ.). Ίσως πρόκειται γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου ἀσκητὴ ἐρημίτη ποὺ ἀνέβηκε στὸν βράχο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Πρῶτος βέβαιος κτίτοράς της θεωρεῖται ὁ ἀρχιμανδρίτης ὅσιος Ἀντώνιος Καντακουζηνός, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ αʹ μισὸ τοῦ 15ου αἰώνα ἔκτισε ἕνα μικρὸ Καθολικὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ἁγιογραφήθηκε ἀργότερα ἐπὶ ἡγουμένου Μητροφάνους.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα ὁ μέγας βόρνικος Δραγομίρος (Драгомир) τῆς ἀφιέρωσε τὴν κάρα τοῦ ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους.

Δεύτερος κτίτορας καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς θεωρεῖται ὁ ἱερομόναχος ὅσιος Φιλόθεος ἀπὸ τὴ Σκλάταινα (Ρίζωμα Τρικάλων), στὰ μέσα περίπου τοῦ 16ου αἰώνα. Μὲ βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη τὸν ἱερομόναχο Γεράσιμο, ξαναέκτισε «ἐκ βάθρων» τὸ παλαιὸ Καθολικό, καθὼς καὶ διάφορα ἄλλα χρήσιμα οἰκοδομήματα, ὅπως κελλιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς.

Στὰ 1798 ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος ἀνήγειρε τὸ σημερινὸ Καθολικὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου φυλάσσεται πλέον ἡ κάρα τοῦ ἁγίου καθὼς καὶ λείψανα τοῦ πρωτομάρτυρος ἁγίου Στεφάνου.

Στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ὁ Καλαμπακιώτης ἡγούμενος τῆς μονῆς Κωνστάντιος εἶχε ἀναπτύξει μεγάλη κοινωνική, πνευματικὴ ἀλλὰ καὶ οἰκοδομικὴ δραστηριότητα. Τότε ἀνεγέρθηκε ἢ ἴσως ἀνακαινίστηκε τὸ κτήριο τῆς τράπεζας τοῦ μοναστηριοῦ καθὼς καὶ ἄλλα κτίσματα κοντὰ στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἐνῶ στὰ 1857 μὲ ἔξοδά του ἔκτισε τὴν «Κωνστάντιον Δημοτικὴν Σχολὴν Καλαμπάκας» καὶ κληροδότησε μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ τὴν ἀνέγερση σχολείου στὰ Τρίκαλα. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Στεφάνου ἀποτέλεσε γιὰ ἕνα διάστημα τὴν ἕδρα τοῦ ἀρχηγείου τῶν ἐπιχειρήσεων.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἡ μονὴ βρισκόταν σὲ σχετικὰ καλὴ κατάσταση. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπετσίστας), σὲ συνεργασία μὲ ἀντιστασιακοὺς Καλαμπακιῶτες, ἔκρυψε στὸ μοναστήρι, σὲ εἰδικὴ μυστικὴ κρύπτη ποὺ ἔκτισε, ὅπλα καὶ πολεμοφόδια. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ προδοτικὴ καταγγελία, οἱ Ἰταλοὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν.

Μέχρι τὸ 1961 ἡ μονὴ λειτουργοῦσε ὡς ἀνδρικὸ μοναστήρι. Μὲ πρωτοβουλία ὅμως τοῦ τότε μητροπολίτη Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου ἦταν τὸ πρῶτο μετεωρίτικο μοναστήρι ποὺ μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο. Ἡ γυναικεία ἀδελφότητα ἀποδείχτηκε πολὺ δραστήρια. Ὀργάνωσε τὴ μονὴ σὲ κοινοβιακὴ βάση, ἀνοικοδόμησε καὶ ἀνακαίνισε πολλὰ κτίσματα.

Στὸ νέο Σκευοφυλάκιο τοῦ μοναστηριοῦ, οἴκημα ποὺ ἀρχικὰ ἀποτελοῦσε τὴν τράπεζα τῆς μονῆς, φυλάσσονται καὶ ἐκτίθενται τὰ ἀξιόλογα φορητὰ κειμήλια. Πρόκειται γιὰ καλλιγραφημένα χειρόγραφα, σπάνια παλαίτυπα, ἱερὰ σκεύη, χρυσοκέντητα ἄμφια, ἀργυρόδετους καὶ ξυλόγλυπτους σταυρούς, ἅγια ποτήρια καὶ θυμιατήρια, καθὼς καὶ βυζαντινὲς καὶ μεταβυζαντινὲς φορητὲς εἰκόνες, ὅπως ἡ ἐντυπωσιακὴ Ἀποκαθήλωση τοῦ Ἐμμανουὴλ Τζάνε, ἔργο τοῦ 1670.

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1992, ἐπὶ ἡγουμενίας τῆς μακαριστῆς μοναχῆς Ἀγάθης, ὁ ἁγιογράφος Βλάσης Τσοτσώνης ξεκίνησε τὴν ἁγιογράφηση τοῦ Καθολικοῦ τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, διαδικασία ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Τὴν σεβαστὴ ἡγουμένη Ἀγάθη, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ὁποίας ἡ ἀδελφότητα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου αὐξήθηκε ἐντυπωσιακὰ καὶ ὀργανώθηκε παραδειγματικά, διαδέχτηκε ἡ σημερινὴ ἡγουμένη Χριστονύμφη, ἡ ὁποία ἐκτὸς ἀπὸ τὰ διοικητικὰ καὶ πνευματικὰ καθήκοντα ἐπιτελεῖ καὶ πλούσιο κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὴν τοπικὴ κοινωνία τῆς Καλαμπάκας.

© Ἱερὰ Μονὴ Ῥουσάνου - Ἁγίας Βαρβάρας